Συνέντευξη | Φλόρεντς Τσελάι: Το Διαδίκτυο δεν είναι μόνο τρεις - τέσσερις εφαρμογές
Συνέντευξη στη Σίσσυ Αλωνιστιώτου για την Καθημερινή της Κυριακής*
Ο Φλόρεντς Τσελάι ανήκει στη γενιά των millenials. Ο όρος καθιερώθηκε, κατά κοινή αποδοχή το 1987, από τους κοινωνιολόγους δημογράφους William Strauss και Neil Howe, και αναφέρεται γενικώς στη γενιά που έχει ως κοινή βάση εκκίνησης την εκ γενετής σχέση με τις επικοινωνίες, τα media και τις ψηφιακές τεχνολογίες. Σε κάθε περίπτωση «επιφορτίζονται» με τα εξής χαρακτηριστικά: ιδιαίτεροι, προστατευμένοι, με αυτοπεποίθηση, ομαδικό πνεύμα, συμβατικοί, πιεσμένοι και με έντονη τάση επίτευξης στόχων. Το αξιοσημείωτο δεν είναι ότι ο 26χρονος Φ.Τσελάι διαθέτει όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά αλλά ότι τα απέκτησε μεγαλώνοντας στην Ελλάδα και αφού πέρασε τα μαθητικά του χρόνια στη Σαλαμίνα…
«Σπούδασα στο Τμήμα Διοικητικής Επιστήμης και Τεχνολογίας του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών όπου απέκτησα υψηλής ποιότητας και παγκοσμίου επιπέδου πνευματικά εφόδια (κόντρα σε ό,τι λένε οι μίρλες για τα ελληνικά πανεπιστήμια)! Ξεκίνησα να δουλεύω στον ευρύτερο τομέα της Επιστήμης των Δεδομένων (Data Science) το οποίο, πρακτικά, σημαίνει πως με όπλο το πληκτρολόγιο και εργαλεία τα μαθηματικά και τις τεχνολογίες της πληροφορικής δουλεύω στο να λύνω επιχειρησιακά προβλήματα λήψης αποφάσεων, π.χ ποιά προϊόντα είναι κατάλληλα για ποιους πελάτες, σε ποιές αγορές είναι λογικό να επεκταθεί μια επιχείρηση κ.ο.κ.
Το 2015 μαζί με τους Θεόφιλο Βασιλειάδη, Όλγα Μαβή, Χάρη Παπαγεωργίου και Carmen Oprea ιδρύσαμε τη Socital, μια εταιρεία λογισμικού που προσφέρει εργαλεία αυτοματοποιημένου και προσωποποιημένου marketing. Ως Διευθυντής Τεχνολογίας (CTO) το 2015 έπρεπε να γράψω τις πρώτες γραμμές κώδικα του προϊόντος καθώς επίσης να δημιουργήσω την κατάλληλη ομάδα προγραμματιστών για να το αναπτύξει. Με άλλα λόγια τις μέρες του δημοψηφίσματος όταν άλλοι ετοίμαζαν διαβατήρια εγώ έκανα συνεντεύξεις προσπαθώντας να πείσω υποψηφίους να δουλέψουν μαζί μας. Δεν ήμουν βέβαια σίγουρος σε τί νόμισμα θα πληρωθούν αλλά νταξ…»
O Τσελάι, που μεγάλωσε και σπούδασε στην Ελλάδα, είναι συνιδρυτής της εταιρείας λογισμικού Socital. Σήμερα η Socital απασχολεί 15 άτομα προσωπικό στην Ελλάδα, έχει αντλήσει συνολικά επενδυτικά κεφάλαια άνω των 2 εκατ. ευρώ από Έλληνες και διεθνείς επενδυτές και έχει αυξανόμενη βάση πελατών σε Ευρώπη και Ασία.
- Πώς είναι η Ελλάδα αυτή τη στιγμή για έναν επαγγελματία 26 χρονών;
Σίγουρα υπάρχουν δυσκολίες, όλοι λίγο-πολύ τις γνωρίζουμε - πότε όμως δεν υπήρχαν; Σε επαγγελματικό επίπεδο, ο δικός μου τομέας της πληροφορικής είναι από τους πιο οικονομικά ενεργούς και αποτελεί ίσως μια εξαίρεση στο γενικότερο ελληνικό οικονομικό κλίμα και σύστημα. Σύστημα όμως σημαίνει σύνολο και κανένας επαγγελματίας και καμια επιχείρηση δεν μπορεί να είναι αυθύπαρκτη εν κενώ και ανεξάρτητη από άλλα στοιχεία του συνόλου. Θέλοντας και μη επηρεαζεσαι απο την “περιρρέουσα ατμόσφαιρα” σε όλα τα επίπεδα - οικονομικά, κοινωνικά αλλά και ψυχολογικά.
Αυτό που προσωπικά έχω εμπεδώσει πλέον είναι πως ναι μεν υπάρχουν πολλές δυσκολίες - προκλήσεις, υπάρχουν όμως και πολλές “κυψέλες ευρυθμίας και αισιοδοξίας” γύρω μας, οπότε το ζητούμενο είναι αφενός να προσπαθείς να κινείσαι μεταξύ αυτών των “κυψελών” και αφετέρου να επιτελείς το καθήκον σου ως πολίτης, που δεν είναι άλλο από το να προσπαθείς να τις αυξήσεις όσο και με όποιο τρόπο μπορείς.
- Πιστεύετε ότι το διαδίκτυο, ως εργαλείο καθημερινής χρήσης, έχει αυξήσει ή έχει μειώσει αυτό που ονομάζουμε «χάσμα των γενεών»;
Πράγματι, μια απο τις βασικές υποσχέσεις - ελπίδες του διαδικτύου ήταν πως κυρίως λόγω της αποκεντρωμένης φύσης του θα έδινε τη δυνατότητα σε διαφορετικές γενιές να συμμετάσχουν επί ίσοις -κατά το δυνατόν- όροις στην “οικονομία και κοινωνία της πληροφορίας”. Θεωρώ πως αν δεν κατάφερε να το γεφυρώσει πλήρως, σίγουρα βοήθησε και έθεσε τα θεμέλια για να μειωθεί σε σημαντικό βαθμό και σε πολλές εκφάνσεις του.
- Με ποιό τρόπο βοήθησε να μειωθεί;
Στην επικοινωνία για παράδειγμα - στη χρήση γλωσσικών εργαλείων (απο τη σχεδόν πλήρη υιοθέτηση τηλεγραφικής ομιλίας στο chatting μέχρι τη χρήση των emojis). Στη ψυχαγωγία (στην «ποπ κουλτούρα» αν θέλετε): η διαδικτυακή τηλεόραση φερ’ ειπείν έχει τεράστιο πλήθος προγραμμάτων που δεν έχουν «ηλικιακή στόχευση» και μπορούν να τα παρακολουθήσουν και κυρίως να συζητήσουν άνθρωποι ανεξαρτήτως ηλικίας. Τα «κοινωνικά δίκτυα» επίσης όχι μόνο δεν «αποξένωσαν τους ανθρώπους» αλλά θα έλεγα πως έφεραν κοντά ανθρώπους με κοινά ενδιαφέροντα ασχέτως ηλικίας. Το οποίο είναι επανάσταση απο μόνο του αν σκεφτεί κανείς πως στο παρελθόν η κοινωνικοποίηση γινόταν πάντα με βάση ηλικιακά κριτήρια - ορόσημα (μετάβαση απο τον οικογενειακό στο σχολικό χώρο, μετάβαση στην ανώτατη εκπαίδευση, είσοδος στην αγορά εργασίας κ.ο.κ.)
Γεφυρώθηκε βέβαια φαινομενικά και απότομα - άρα και πρόχειρα δίνοντάς μας την αίσθηση πως διευρύνθηκε κιόλας. Σε αυτή την περίπτωση γιαν να είμαστε πιο ακριβείς θα έλεγα ότι αναφερόμαστε στο «ψηφιακό χάσμα» το οποίο είναι διαφορετικό απο αυτό που λέμε «διαγενεακό χασμα». Στις αρχές του αιώνα (πριν μόλις 20 χρόνια δηλαδή) άρχισε να γίνεται γνωστή η έννοια - φόβος του «ψηφιακού αναλφαβητισμού» των ανθρώπων που δεν (θα) γνώριζαν να «χρησιμοποιούν τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και το διαδίκτυο». Ενδεχομένως θα θυμάστε σχετικές έρευνες που είχαν τίτλους όπως «Ψηφιακά αναλφάβητοι οι Έλληνες εν όψει της νέας εποχής».
- Θα λέγατε δηλαδή ότι είναι πλέον «ψηφιακά εγγράμματοι»;
Οχι, δημιουργήθηκε η ψευδαίσθηση πως όλοι έγιναν ξαφνικά “ψηφιακά εγγράμματοι”. Στην πραγματικότητα, αυτό που έμαθαν να χρησιμοποιούν ήταν κάποιες πολύ συγκεκριμένες εφαρμογές του διαδικτύου που ήταν εύκολες και εύχρηστες απο τη σχεδίασή τους, χωρίς να δουν και να ζήσουν τη μεγάλη εικόνα αυτού που πραγματικά εννοούμε όταν λέμε “διαδίκτυο”. Εμαθαν να κάνουν like δηλαδή…
Έμαθαν να αντιδρούν στο περιεχόμενο αλλα όχι να το εξερευνούν πραγματικά. Άρχισαν να μπορούν να στέλνουν μηνύματα με emojis ή να εκφράζουν πως κάτι τους αρέσει κάνοντας like. Αυτά βέβαια δεν είναι πάντα μια κριτική αξιολόγηση περιεχομένου που βασίζεται στη λογική (σπανίως είναι), αλλά εκφράζουν υπεραπλουστευμένα μια συναισθηματική αντίδραση στο περιεχόμενο - δεν είναι τυχαίο άλλωστε που το Facebook τα ονομάζει reactions (αντιδράσεις).
Με άλλα λόγια, οι “νεοφερμένοι” του διαδικτύου μπορεί να μην έμαθαν να χρησιμοποιούν το τελικό “ς” ή να βάζουν διαλυτικά όπου χρειάζονται, είχαν όμως τη δυνατότητα να επηρεάζουν τη δημοφιλία του περιεχομένου. Και όταν τα μέσα που είχαν στη διάθεσή τους ήταν τόσο απλοϊκά και - το κυριότερο - βασισμένα στο συναίσθημα, επόμενο ήταν πως οι κακόβουλοι παραγωγοί περιεχομένου θα εκμεταλλεύονταν την ευκαιρία. Εμφανίστηκε λοιπόν περιεχόμενο με εικόνες με παιδάκια που δήθεν χρειάζονται μεταμόσχευση και θα σωθούν με μερικά likes, είτε δήθεν βιωματικές αναρτήσεις που είναι έτσι φτιαγμένες ωστε να επιβεβαιώνουν τη λογική αφετηρία του γράφοντος και που έχουν ως κοινό τόπο την επίκληση στο συναίσθημα του καταναλωτή του περιεχομένου. Η επονομαζόμενη “οικονομία της πληροφορίας” δηλαδή, ενίοτε μετατρέπεται σε “οικονομία της προσοχής” (attention economy) όπου οι παραγωγοί περιεχομένου ερίζουν απλά και μόνο για την προσοχή του καταναλωτή του.
Δεν υπήρξε μια φυσική εξέλιξη στις δεξιότητές τους καθώς δεν μπήκαν στη διαδικασία να “σερφάρουν στο διαδίκτυο” και να “περιηγηθούν στον ιστό” - για να χρησιμοποιήσω φράσεις των 90s που πλέον μας ακούγονται σχεδόν καλτ. Διότι το διαδίκτυο είναι ο “ιστός” και η περιήγησή μας σε αυτόν και όχι το εκάστοτε “χρονολόγιο” το οποίο επιλέγει κάποιος άλλος - είτε αυτός ο άλλος είναι άνθρωπος είτε είναι ένας αλγόριθμος. Θα ήθελα να πω ότι αυτά δεν παρατηρούνται μόνο στις ηλικίες άνω των 50 π.χ. Πολύ έφηβοι και 20άρηδες ταυτίζουν ουσιαστικά το διαδίκτυο με 3-4 συγκεκριμένες εφαρμογές του (facebook, instagram, youtube και κάποιες ακόμη εφαρμογές chatting) και αυτό είναι μια πραγματικότητα που οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε.
«Οι “ψηφιακοί πολίτες” έχουμε ευθύνη απέναντι στους υπόλοιπους συμπολίτες μας», λέει ο 26χρονος.
- Τι πιθανότητες έχουν οι πολίτες, που δεν έχουν καμιά επαγγελματική σχέση με τις νέες τεχνολογικές εξελίξεις στο χώρο των media, να φιλτράρουν και να αξιολογούν τις πληροφορίες ή τις ειδήσεις που διακινούνται καθημερινά;
Εκ του αποτελέσματος (του οποίου γινόμαστε μάρτυρες την τελευταία διετία κυρίως) φαίνεται πως οι πιθανότητες είναι δυστυχώς λιγότερες από όσο θα θέλαμε.
Καταρχάς θεωρώ πως οι δυνατότητες που μας δίνει το ίδιο το διαδίκτυο είναι θεμελιωδώς αρκετές μεν, χρειάζονται όμως βελτιώσεις στο οικονομικό σύστημα που έχει αναπτυχθεί πάνω του και αναφέρομαι συγκεκριμένα στο pay-per-clik/view επιχειρηματικό μοντέλο το οποίο ανταμείβει πρωτίστως τη δημοφιλία του περιεχομένου - τα κλίκς - και δευτερευόντως την ποιότητα και εγκυρότητα του περιεχομένου..
Αυτό αφορά το συστημικό επίπεδο. Όπως σε κάθε εργαλείο όμως, έτσι και στο διαδίκτυο, το πως θα χρησιμοποιηθεί σε τελική ανάλυση επαφίεται στον καθένα από εμάς ατομικά αλλά και σε όλους μας συλλογικά.
- Ποιά, κατά γνώμη σας, είναι η αποτελεσματικότερη «θωράκιση» των πολιτών απέναντι στη χειραγώγηση που μπορεί να υφίστανται από τα προπαγανδιστικά μηνύματα κάθε είδους: από πολιτικές ειδήσεις μέχρι διαφημίσεις του τύπου «χάστε 20 κιλά σε μια ώρα»;
Η ερώτηση αυτή θα μπορούσε κάλλιστα να είχε διατυπωθεί αυτούσια εκατό χρόνια πριν - όταν και γεννήθηκε η έννοια της «προπαγάνδας». Όσοι έχουν κάποιο θεωρητικό υπόβαθρο στο ζήτημα θα έχουν πιθανόν παρατηρήσει πως θέματα που συζητάμε σήμερα τα έχουν μελετήσει στα βιβλία τους θεωρητικοί όπως ο Ellul, ο Bernays και o Le Bon πολλές δεκαετίες νωρίτερα.
Αυτό μας λέει πως ενώ πολλές φορές νομίζουμε πως τα προβλήματα που αντιμετωπιζουμε ως κοινωνία είναι καινοφανή, στην πραγματικότητα δεν είναι παρα διαφορετικές εκφάνσεις ίδιων θεμελιωδών προβλημάτων που πάντα υπήρχαν και θα υπαρχουν. Αυτό που αλλάζει είναι η ένταση και τα εκάστοτε εργαλεία/μέσα της εποχής. Το κύριο εργαλείο θωράκισης απέναντι στη χειραγώγηση και το ψέμα λοιπόν είναι πάντα επίκαιρο και είναι η λογική, που πρέπει να προηγείται της συναισθηματικής αντίδρασης. Για παράδειγμα, δεν χρειάζεται κάτι πέρα από κοινή λογική για να καταλάβει κανείς πως δεν γίνεται ένα άτομο που εμφανίζεται από το πουθενά να έχει στη διάθεσή του 600 δις. - περίπου τρεις φορές δηλαδή το ΑΕΠ της Ελλάδας.
Χρειάζεται όμως και (δι)ερευνητικό πνεύμα - το οποίο δεν θα το ταύτιζα με την «κριτική σκέψη» που λέγαμε παλιότερα αναφερόμενοι στην είδηση ως τελικό αποτέλεσμα - συμπέρασμα. Χρειάζεται δηλαδή να ψάξεις εσύ ο ίδιος ένα θέμα. Παλαιότερα λίγοι είχαν πρόσβαση στην πρωτογενή πληροφορία. Σήμερα όμως οι μηχανές αναζήτησης και οι ανοιχτές βάσεις δεδομένων είναι διαθέσιμες σε όλους.
Αυτό ωστόσο προϋποθέτει ισχυρή θέληση και δεξιότητες τις οποίες δεν έχουν όλοι. Οι υπόλοιποι μπορούν να αναζητούν και να επιβραβεύουν ποιοτικό περιεχόμενο των επαγγελματιών δημοσιογράφων.
- Περιγράφετε την ανάγκη μιας θεμελιώδους αλλαγής εκ μέρους των πολιτών/χρηστών/καταναλωτών πληροφορίας…
Ναι, είναι η αλλαγή στάσης του πολίτη ο οποίος απο παθητικός “καταναλωτής” περιεχομένου και ειδήσεων μπορεί και οφείλει να αποκτήσει ένα πιο ενεργό ρόλο. Να κάνει δηλαδή το επόμενο βήμα μετά την ψηφιακή παιδεία (digital literacy) και να αποκτήσει αυτό που λέμε παιδεία ως προς τα μέσα και τις ειδήσεις (news/ media literacy). Αυτό είναι το στοίχημα της νέας εποχής.
Τέλος, οφείλουμε όλοι να αντιληφθούμε πως με τη δύναμη έρχεται και η ευθύνη κι αυτό δεν είναι μια κοινότοπη διακήρυξη. Δύναμη είναι η δυνατότητα που μας δίνει το διαδίκτυο να είμαστε και εμείς οι ίδιοι οιονεί πομποί πληροφορίας και είδησης που μπορεί να φτάσει στον οποιοδήποτε. Σε αυτό ακριβώς το σημείο έγκειται και η ευθύνη που έχουμε ως «ψηφιακοί πολίτες». Απέναντι στους συμπολίτες και τους πιθανούς δέκτες μας. Ο δέκτης μπορεί να είναι ένα παιδί που τώρα διευρύνει ψηφιακά τον κοινωνικό του κύκλο ή και ένας άνθρωπος μεγαλύτερης ηλικίας που δεν έχει αναπτύξει νοητικά μοντέλα ικανά να φιλτράρουν διαδικτυακό περιεχόμενο.
Στην τελευταία ειδικά περίπτωση οφείλουμε χωρίς χλεύη και ειρωνεία, ο καθένας να προσπαθήσει να εκπαιδεύσει καλοπροαίρετα τον συμπολίτη του, στο πώς να αντλεί καλύτερη πληροφόρηση.
Η λέξη-κλειδί εδώ είναι η «πληροφόρηση» και η σημασία της, διότι μην ξεχνάμε τη μεγάλη εικόνα: το διαδίκτυο - και η πληροφορική εν γένει - άνθισαν τις τελευταίες δεκαετίες διότι πρόσφεραν καλύτερη πληροφόρηση στους λήπτες αποφάσεων των επιχειρήσεων - στους managers δηλαδή. Την ίδια πληροφόρηση μπορούν να προσφέρουν και στους σημαντικότερους λήπτες αποφάσεων: τους πολίτες.
Διότι το τί σκεφτόμαστε ως πολίτες, πως επικοινωνούμε με τους γύρω μας, πως και αν ελέγχουμε την εξουσία, ποιούς επιλέγουμε να μας κυβερνήσουν και πως- δεν είναι παρα το αποτέλεσμα μιας συνεχούς διαδικασίας λήψης αποφάσεων που βασίζεται σε κάποια πληροφόρηση, σε κάποια δεδομένα. Προσεγγίζοντας λοιπόν τη δημοκρατική διαδικασία με αυτό το σκεπτικό, καταλαβαίνει κανείς πως αν έχουμε κακής ποιότητας πληροφορία, επόμενο είναι πως θα έχουμε και κακής ποιότητας δημοκρατία.