Γραφή: Το κρυφό όπλο της τηλεργασίας
Οι τελευταίες εβδομάδες του χρόνου είναι μια καλή ευκαιρία να αξιολογήσουμε το πώς δαπανησαμε το διαθέσιμο χρόνο μας, κατα τη διάρκεια του έτους που μας πέρασε. Στο επαγγελματικό πεδίο οι περιορισμοί της πανδημίας μας υποχρέωσαν να περάσουμε αρκετές ώρες σε βιντεοκλήσεις (Ζοom, Skype) και εφαρμογές άμεσων μηνυμάτων (Slack, Teams). Τα πλεονεκτήματά τους είναι αναμφισβήτητα και αυτονόητα. Εντάσσονται εν πολλοίς στο ευρύτερο ζήτημα που έχει να κάνει με το ερώτημα «μέλλον της εργασίας» και ιδίως σε ό,τι αφορά την επικοινωνία μας με συνεργάτες. Η άποψή μου σχετικά είναι πως το μέλλον της εργασίας είναι η απομακρυσμένη ασύγχρονη επικοινωνία.
Όσοι έχουμε την απομακρυσμένη εργασία ως modus operandi εδώ και χρόνια, γνωρίζουμε και τους περιορισμούς των διαδικασιών που επιβάλλει. Στη σύγχρονη επικοινωνία μέσω βιντεοκλήσεων έχουμε στη διάθεσή μας περιγραφικά μεσα για να επικοινωνήσουμε το μήνυμά μας και να δουμε ζωντανές αντιδράσεις στα όσα λέγονται. Στην πραγματικότητα όμως, ο διάλογος είναι ακόμα δύσκολος τουλάχιστον με τη φυσικότητα που έχουμε συνηθίσει. Το να διακόψεις το συνομιλητή σου θεωρείται πάντα απρεπές και λάθος. Δε μπορείς να «σκύψεις στο αυτί κάποιου» να πεις κάτι σύντομο. Πολύπλοκες σκέψεις και διαδικασίες δύσκολα εξηγούνται σε βάθος – ιδίως όταν συμμετέχουν πολλοί χρήστες με διαφορετικό υπόβαθρο. Καταλήγουμε δηλαδή να παρακολουθούμε μια εναλλαγή από μικρές διαλέξεις. Θα έλεγε κανείς ότι έχουμε μεταφέρει στις βιντεοκλήσεις τα αρνητικά των «τηλεπαραθύρων» παλαιότερων δεκαετιών.
Οι εφαρμογές chatting τύπου Slack, από ένα σημείο και έπειτα γίνονται εξίσου προβληματικές. Για μια γρήγορη επεξήγηση και διασαφήνιση είναι χρήσιμες, όταν γίνεται κατάχρησή τους όμως, μετατρέπουν την επικοινωνία σε μια συνεχή ροή ασύνδετων μικρο-μηνυμάτων όπου η συνοχή χάνεται. Για τούτο ενίοτε ευθύνεται η αδυναμία των συμμετεχόντων να εκφράσουν το μήνυμά τους με πυκνό λόγο.
Η αμεσότητα και των δύο μέσων είναι και η βασική τους αδυναμία. Πρέπει να είμαστε παρόντες. Οι ειδοποιήσεις μας πιέζουν να απαντήσουμε άμεσα και γρήγορα, χωρίς να σκεφτούμε. Η βιντεοκλήση έχει συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο πρέπει να αξιολογήσουμε ό,τι ειπώθηκε και να απαντήσουμε. Σαφώς, στις πρώτες συζητήσεις για ένα πρόβλημα ασαφές όπου απαιτείται έντονη συζήτηση και ανίχνευση συναισθημάτων και εντυπώσεων, αυτά τα μέσα είναι συχνά προτιμητέα. Στη πορεία όμως το οριακό τους όφελος, φθίνει. Δημιουργούν αίσθηση του επείγοντος οταν δε χρειάζεται. Μας ωθουν σε βεβιασμενες απαντησεις χωρις να τις εχουμε σκεφτει σε βάθος. Η αναζήτηση σε ιστορικου είναι ακόμα δύσχρηστη, είτε γιατί αφορά σε βίντεο είτε γιατί τα βασικά επιχειρήματα είναι διάσπαρτα σε μικρομηνύματα και όχι κάπου ομαδοποιημένα.
Απέναντι στη σύγχρονη φύση τους, αντιπαραβάλλουμε την ασύγχρονη γραπτή επικοινωνία. Ασύγχρονη διότι δίνει το χρόνο και τη δυνατότητα στον πομπό και το δέκτη να σκεφτούν. Γραπτή, διότι ο γραπτός λόγος μας δίνει τη δυνατότητα να ακριβολογουμε, να δομήσουμε τα επιχειρήματά μας. Τον γραπτό λόγο μπορούμε να τον πλάσουμε, να τον διορθώσουμε και να τον εξελίξουμε. Κυρίως όμως μας επιτρέπει να κρατάμε τους συνεργάτες μας υπόλογους αφου το ιστορικό των συζητήσεων είναι εύκολα προσβάσιμο.
Το e-mail είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιου μέσου, όχι όμως το μόνο. Τα wikis είναι ένα άλλο. Αξίζει ωστόσο να σημειώσουμε και την τάση των ασύγχρονων βίντεο ως εναλλακτικά της γραφής. Υποψήφιοι για παράδειγμα επιπλέον εγγράφου του βιογραφικού τους, στέλνουν σε βίντεο μια προφορική περιγραφή της εκπαιδευτικής τους και επαγγελματικής τους πορείας.
Η βασική δυσκολία της ασύγχρονης γραπτής επικοινωνίας είναι η απαίτηση ικανοτήτων γραφής και κατανόησης κειμένου και απο τα δυο μέρη.
Θα σκεφτεί κανείς πως αυτά είναι αυτονόητα. Όσοι όμως έχουμε εμπλακεί σε διαδικασίες επιλογής προσωπικού γνωρίζουμε πως η ικανότητα δομημένης γραφής και κατανόησης πυκνού λόγου – γραπτού και προφορικού – είναι ζητούμενα. Η έλλειψή τους πλέον γίνεται όλο και περισσότερο αντιληπτή.
Το πρόβλημα δεν αφορά μόνο την Ελλάδα. Αφορά τους millenials παγκοσμίως. Τα αίτια είναι πολλά και είναι δύσκολο να αναλυθούν σύντομα. Θα πρέπει όμως να σημειώσουμε πως στην Ελλάδα από μικρή ηλικία ωθούμαστε στις λεγόμενες «περικοκλάδες». Η απλότητα του λόγου θεωρείται σχεδόν αδυναμία. Το μάθημα της Έκθεσης αντιμετωπίζεται διεκπεραιωτικά και τυποποιημένα. Οι βερμπαλισμοί και τα προκάτ επιχειρήματα θεωρούνται συνταγή επιτυχίας. Οι μαθητές γίνονται φοιτητές και η αντίληψη αυτή δύσκολα πλέον αλλάζει. Οι φοιτητές όμως ως νεοεισερχόμενοι στην αγοράς εργασίας προσγειώνονται απότομα.
Σε υγιείς οργανισμούς, δεν κρίνονται πλέον για το πλούσιο λεξιλόγιό τους, αλλά για την ποιότητα των ιδεών και των προτάσεών τους. Η πραγματικότητα είναι από μόνης της περιπλοκή, δε χρειάζεται και περικοκλάδες. Όταν όμως το λεξιλόγιό τους φερ ειπείν δεν είναι αρκετό και η δομή του λόγου τους προβληματική, οι ενδεχομένως καλές ιδέες τους απαξιώνονται, αφου δε μπορούν να τις εκφράσουν σωστά. Αν δε μπορούν να επικοινωνήσουν τις προτάσεις τους χρησιμοποιώντας πυκνό και λιτό λόγο, αυτές θα χαθούν στο πλήθος και τη γραφειοκρατία.
Δεν υπάρχει φυσικά μαγικό μείγμα επικοινωνίας. Κάθε οργανισμός και τα μέλη του είναι διαφορετικά. Σε μια περίοδο όμως που τα μέσα επικοινωνίας μας αναδιατάσσονται έχουμε μια καλη ευκαιρια να επανεξετάσουμε τα αυτονόητα και γιατί όχι να εκπαιδεύσουμε σχετικά τους φοιτητές και τους νέους εργαζομένους.
Δημοσιεύθηκε στo MoneyReview